- μούδιασμα
- το [μουδιάζω]η πράξη και το αποτέλεσμα τού μουδιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μούδιασμα — το 1. το να νιώθει κανείς να μυρμηγκιάζει μέρος του σώματός του: Ένιωσε μούδιασμα στη γλώσσα από τα πολλά παγωτά που έφαγε. 2. μτφ., πάγωμα, ζάρωμα, έλλειψη θάρρους και αποφασιστικότητας: Όταν μιλάει σε ανωτέρους του έχει ένα μούδιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αιμωδίαση — ( ις), η και αιμωδίασμα, το [αιμωδιώ] το μούδιασμα* … Dictionary of Greek
μάλκη — μάλκη, ἡ (Α) 1. η νάρκη, το μούδιασμα που προκαλείται στα μέλη τού σώματος λόγω υπερβολικού ψύχους 2. χιονίστρα, κρυοπάγημα, ξεπάγιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το μαλακός* προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες] … Dictionary of Greek
μάλκιος — μάλκιος, ον (Α) [μάλκη] 1. αυτός που επιφέρει μούδιασμα, νάρκη, λόγω τής ψυχρότητάς του 2. πολύ ψυχρός 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «μάλκιον ψυχρόν μαλκίστατον ψυχρότατον» β) «μαλκιώτατον μαλακώτατον» … Dictionary of Greek
μάργωμα — (I) το, και μαργωμάδα, η [μαργώνω (I)] μούδιασμα, νάρκη που προκαλείται από το ψύχος, ξεπάγιασμα. (II) το [μαργώνω (II)] φθινοπωρινή γεωργική εργασία με την οποία εμπλουτίζεται το χώμα με την προσθήκη και ανάμιξη μάργας … Dictionary of Greek
μαλκίω — (Α) 1. κοκαλώνω από το ψύχος, παγώνω («αἱ κύνες μαλκίουσαι τὰς ῥῑνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι», Ξεν.) 2. παραλύω, όπως ο ναρκωμένος από το ψύχος («ταῡτα τοίνυν πάσχοντες ἅπαντες, μέλλομεν καὶ μαλκίομεν καὶ πρὸς τοὺς πλησίον βλέπομεν, ἀπιστοῡντες… … Dictionary of Greek
μυρμήγκιασμα — και μερμήγκιασμα, το [μυρμηγκιάζω] 1. κνησμός, φαγούρα 2. μούδιασμα … Dictionary of Greek
μυρμηκίαση — η (ΑΜ μυρμηκίασις) [μυρμηκιώ] νεοελλ. ιατρ. α) αίσθημα ελαφρών νυγμών εμφανιζόμενο σε μια περιοχή τού σώματος αυτομάτως ή λόγω συμπιέσεως αγγείων ή νεύρων ή και κατά τη διαδρομή ορισμένων νόσων β) αιμωδία, κοινώς μούδιασμα, μυρμήγκιασμα (μσν. αρχ … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek